- κοσμοποιίας
- κοσμοποιίᾱς , κοσμοποιίαcreationfem acc plκοσμοποιίᾱς , κοσμοποιίαcreationfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ФИЛОН АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ — (Philo Alexandrinus) (кон. 1 в. до н.э. нач. 1 в. н.э.) иудейско эллинистический философ, теолог и экзегет. Принадлежал к одному из богатейших и влиятельнейших еврейских кланов Александрии. Единственная достоверная дата из его жизни лето 39 н.э … Философская энциклопедия
Johannes [1] — Johannes u. Johann (v. hebr. Jehochanan, Gnade od. Segen Gottes, griech. Joannes, franz. Jean, ital. Giovanni, portug. Joao, span. Juan, engl. John, holländ. Jan, russ. Iwan). I. Biblische Personen: 1) Vater des Mattathias, Stam … Pierer's Universal-Lexikon
Φιλόπονος, Ιωάννης — Γραμματικός και θεολόγος του 6ου αι., ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ερμεία και του Αμμωνίου. Διακρίθηκε ανάμεσα στους σπουδαιότερους απολογητές του μονοφυσιτισμού. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται: Τονικά παραγγέλματα,… … Dictionary of Greek